Η αδυναμία των δήμων να δηλώσουν την περιουσία καθυστερεί κρίσιμες λύσεις για τη στεγαστική κρίση.
Σε ένα από τα σοβαρότερα και λιγότερο συζητημένα εμπόδια για τη χάραξη αποτελεσματικής στεγαστικής πολιτικής αναδεικνύεται η αδυναμία των δήμων να γνωρίζουν με ακρίβεια την ίδια τους την περιουσία. Παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες για ψηφιακό εκσυγχρονισμό και για πιο ενεργή αξιοποίηση των δημοτικών ακινήτων, χιλιάδες ιδιοκτησίες παραμένουν αδήλωτες, δημιουργώντας ένα θολό τοπίο που δυσκολεύει τόσο τον σχεδιασμό πολιτικών όσο και την αποδοτική διαχείρισή τους.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη εντονότερο αν λάβει κανείς υπόψη ότι ελάχιστοι δήμοι έχουν προχωρήσει στη διπλή καταγραφή των ακινήτων τους — όχι μόνο στο Κτηματολόγιο, αλλά και στο φορολογικό έντυπο Ε9, που αποτελεί τη βάση για οποιαδήποτε ενιαία ψηφιακή αποτύπωση. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας παραμένει «αόρατο» για την Πολιτεία, καθιστώντας αδύνατο τον σχεδιασμό ολοκληρωμένων πολιτικών στέγασης.
Σύμφωνα με ανθρώπους της αγοράς υπάρχει δήμος με τουλάχιστον 1500 ακίνητα καταχωριμένα στο Κτηματολόγιο και μόλις 100 δηλωμένα στο Ε9. Σύμφωνα με τους ίδιους ανθρώπους της αγοράς τα αδήλωτα ακίνητα των ΟΤΑ εκτιμάται ότι ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες, αριθμός που καταδεικνύει το μέγεθος της ασυνέχειας ανάμεσα στις υπάρχουσες δημόσιες βάσεις.
Η ανισορροπία αυτή οφείλεται σε χρόνιες παθογένειες: έλλειψη προσωπικού, ελλιπείς διαδικασίες καταγραφής, αλληλοεπικαλύψεις υπηρεσιών, αλλά και απουσία ενός ενιαίου συστήματος που να επιτρέπει την αυτόματη διασύνδεση μεταξύ Κτηματολογίου, Εφορίας και λοιπών μητρώων. Σε πολλές περιπτώσεις, οι δήμοι εντοπίζουν εκτάσεις ή κτίρια που εμφανίζονται στους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, χωρίς όμως να είναι καταγεγραμμένα στους φορολογικούς πίνακες, γεγονός που οδηγεί σε καθυστερήσεις, λανθασμένες χρεώσεις και αδυναμία αξιοποίησης.
Η ανάγκη για ενοποίηση και ψηφιοποίηση των μητρώων ακινήτων δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Αντιθέτως, άλλες χώρες της Ευρώπης έχουν ήδη προχωρήσει σε λύσεις που επιτρέπουν πλήρη χαρτογράφηση και επικαιροποίηση των στοιχείων. Στην Πορτογαλία, το σύστημα BUPI προσφέρει μια ενιαία ψηφιακή πλατφόρμα όπου οι πολίτες δηλώνουν, χαρτογραφούν και ελέγχουν τα ακίνητά τους, με αυτόματη διασταύρωση όλων των δεδομένων με τις κρατικές βάσεις. Αντίστοιχα, στην Ολλανδία, οι δηλώσεις ακινήτων, τα κτηματολογικά στοιχεία, τα μητρώα διευθύνσεων και οι φορολογικές πληροφορίες συγκεντρώνονται και ενημερώνονται διαρκώς μέσω ενός ενοποιημένου συστήματος, επιτρέποντας στις αρχές να διαμορφώνουν πολιτικές βασισμένες σε πλήρη και ακριβή δεδομένα.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Τα στοιχεία αντλούνται αποσπασματικά από επιμέρους βάσεις, συχνά με ελλείψεις ή παρωχημένες καταγραφές. Η τελευταία πλήρης απογραφή κτιρίων από την ΕΛΣΤΑΤ έγινε το 2021, χωρίς όμως να υπάρχει μια ενιαία ψηφιακή πλατφόρμα που να επιτρέπει την άμεση και αυτόματη διασταύρωση με τις δηλώσεις των ΟΤΑ. Αποτέλεσμα είναι το ελληνικό Δημόσιο να μην διαθέτει σήμερα μια ολοκληρωμένη εικόνα για το ποια ακίνητα έχει στη διάθεσή του και ποια μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο πολιτικών στέγασης.
Το ζήτημα δεν είναι απλώς διοικητικό. Είναι κρίσιμο για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, για την περιουσία των δήμων, αλλά και για τη δυνατότητα του κράτους να αξιοποιήσει πραγματικά τα εργαλεία που διαθέτει. Όσο η Πολιτεία δεν γνωρίζει τι κατέχει, οι λύσεις παραμένουν θεωρητικές και η στεγαστική πολιτική κινείται χωρίς πυξίδα — την ώρα που η κοινωνική ανάγκη γίνεται ολοένα εντονότερη.