Ο νόμος Βορίδη υπό κατάρρευση στην Αυτοδιοίκηση
Ένα ολοένα διευρυνόμενο μέτωπο εντός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης διαμορφώνεται απέναντι στη λεγόμενη «διάταξη Βορίδη» (άρθρο 37 του Ν. 4915/2022), η οποία υποχρεώνει τους δήμους να ασκούν έφεση σε κάθε δικαστική απόφαση που δικαιώνει εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Σε αυτό το πλαίσιο και η Νέα Σμύρνη, αλλά και νωρίτερα, δήμοι όπως ο Άγιος Δημήτριος, η Πετρούπολη και η Καισαριανή έχουν σηκώσει το βάρος της σύγκρουσης, αρνούμενοι να εφαρμόσουν μια ρύθμιση που χαρακτηρίζουν «αντισυνταγματική» και «ωμή παρέμβαση της κυβέρνησης στον πυρήνα της τοπικής αυτονομίας». Η ΚΕΔΕ, μάλιστα, έχει δημόσια στηρίξει τις πρωτοβουλίες αυτές, υπογραμμίζοντας ότι οι δήμοι δεν μπορούν να λειτουργούν ως «υποχρεωτικά ενάγοντες» απέναντι στους ίδιους τους εργαζομένους τους.
Έτσι, ο Δήμος Νέας Σμύρνης, ο οποίος αποφάσισε με ευρεία πλειοψηφία να μην ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης που δικαίωνε δεκατέσσερις εργαζόμενους της Υπηρεσίας Καθαριότητας. Μετά από εισήγηση του δημάρχου Γιώργου Κουτελάκη, το δημοτικό συμβούλιο απέρριψε τη λογική της «τυφλής συμμόρφωσης» που επιβάλλει ο νόμος, κρίνοντας ότι η διάταξη αντιστρατεύεται ευθέως την αυτοτέλεια των ΟΤΑ και στερεί από τους αιρετούς το δικαίωμα να αποφασίζουν κατά περίπτωση για τη σκοπιμότητα άσκησης ένδικων μέσων. Παρά το γεγονός ότι η μη άσκηση έφεσης θεωρείται, βάσει νόμου, πειθαρχικό παράπτωμα, το σώμα επέλεξε να υπερασπιστεί τόσο τα δικαιώματα των εργαζομένων όσο και την αυτοδιοικητική ανεξαρτησία.
Οι δεκατέσσερις εργαζόμενοι είχαν ήδη δικαιωθεί πρωτόδικα, με το δικαστήριο να αναγνωρίζει ότι η πολυετής, αδιάλειπτη απασχόλησή τους –άνω της δεκαετίας– καθιστά τη σχέση εργασίας τους ουσιαστικά αορίστου χρόνου. Με τη μη άσκηση έφεσης, η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη, τερματίζοντας την πολυετή εργασιακή ομηρία τους.
Η επιλογή της Νέας Σμύρνης, όπως και των δήμων που προηγήθηκαν, ενισχύει την πίεση προς το υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο καλείται πλέον να απαντήσει σε ένα κύμα αμφισβήτησης που δεν περιορίζεται σε επιμέρους περιπτώσεις, αλλά αναδεικνύει βαθύτατη δυσπιστία απέναντι σε μια διάταξη που θεωρείται εργαλείο συγκεντρωτικού ελέγχου. Η «διάταξη Βορίδη», σχεδιασμένη να υποχρεώνει τους δήμους να συγκρούονται με τους εργαζόμενους ακόμη και όταν οι ίδιοι κρίνουν ότι δεν υπάρχει λόγος, βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο μιας συζήτησης που θέτει ευθέως το ερώτημα: ποιος αποφασίζει για τα θέματα διοίκησης των δήμων – η τοπική κοινωνία ή το κεντρικό κράτος;