Το 56% των πολιτών να ενημερώνεται κυρίως από τα κοινωνικά δίκτυα
Μια εντυπωσιακή μετατόπιση στις συνήθειες ενημέρωσης των πολιτών καταγράφει η νέα έρευνα Flash Ευρωβαρόμετρο «Social Media 2025» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία διεξήχθη τον Ιούνιο και δημοσιεύθηκε πρόσφατα. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών επιλέγει πλέον τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως βασική πηγή ενημέρωσης για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, διαφοροποιούμενη αισθητά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Συγκεκριμένα, το 56% των Ελλήνων δήλωσε ότι ενημερώνεται κυρίως μέσω social media, τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ξεπερνά το 40%. Η τηλεόραση παραμένει η δεύτερη πηγή ενημέρωσης για το ελληνικό κοινό (54%), ενώ μόλις το 34% προτιμά εφημερίδες, περιοδικά και τις ψηφιακές τους εκδόσεις. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, πάντως, η εικόνα είναι αντίστροφη, αφού περισσότεροι από επτά στους δέκα πολίτες εξακολουθούν να εμπιστεύονται την τηλεόραση ως κύριο μέσο πληροφόρησης.
Η ανάλυση ανά ηλικιακή ομάδα αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις. Οι νέοι ηλικίας 15 έως 24 ετών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ε.Ε., ενημερώνονται σε ποσοστό 65% από τα κοινωνικά δίκτυα. Στην κατηγορία 25-39 ετών, η πλειοψηφία των Ελλήνων (57%) προτιμά τα social media, ενώ οι συνομήλικοί τους Ευρωπαίοι παραμένουν πιο «τηλεορασόφιλοι» (60%). Για τις ηλικίες 40-54 ετών, η τηλεόραση εξακολουθεί να υπερισχύει, με ποσοστά 62% στην Ελλάδα και 71% στην Ε.Ε. Το πλέον αξιοσημείωτο εύρημα, ωστόσο, αφορά τους πολίτες άνω των 55 ετών: ενώ στην Ε.Ε. το 82% εξακολουθεί να ενημερώνεται από την τηλεόραση, στην Ελλάδα η πλειονότητα (55%) στρέφεται πλέον στα κοινωνικά δίκτυα – μια ανατροπή που καταδεικνύει τη βαθιά διείσδυση των ψηφιακών μέσων σε όλες τις γενιές.
Όσον αφορά τις πλατφόρμες που επιλέγουν οι πολίτες, το Facebook διατηρεί την πρωτοκαθεδρία ως κύρια πηγή ενημέρωσης, ακολουθούμενο από το YouTube, το Instagram και το TikTok, ενώ το X (πρώην Twitter) περιορίζεται πλέον στην τελευταία θέση. Οι νεότεροι χρήστες (15–24 ετών) προτιμούν κατά κύριο λόγο το Instagram, ενώ όλες οι υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες εξακολουθούν να εμπιστεύονται περισσότερο το Facebook.
Περίπου 37% των Ελλήνων, ποσοστό ταυτόσημο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δήλωσαν ότι ακολουθούν influencers ή δημιουργούς περιεχομένου στα social media. Παράλληλα, το 51% των συμμετεχόντων στη χώρα μας χρησιμοποιεί τις πλατφόρμες χωρίς να παρακολουθεί συγκεκριμένες προσωπικότητες, ενώ μόλις το 11% δήλωσε ότι δεν χρησιμοποιεί καθόλου μέσα κοινωνικής δικτύωσης (έναντι 24% στην Ε.Ε.).
Σε ό,τι αφορά τις μορφές περιεχομένου, οι σύντομες δημοσιεύσεις κειμένου ή εικόνες με λεζάντα είναι οι πιο δημοφιλείς (48% στην Ελλάδα, 46% στην Ε.Ε.), με τα βίντεο μικρής διάρκειας κάτω του ενός λεπτού να ακολουθούν, και στη συνέχεια τα βίντεο μεσαίας διάρκειας (1–5 λεπτών).
Παρά τη διάχυτη χρήση των ψηφιακών μέσων, η συχνότητα ενημέρωσης παραμένει σχετικά χαμηλή. Μόνο τρεις στους δέκα Έλληνες δηλώνουν ότι ενημερώνονται αρκετές φορές την ημέρα μέσω παραδοσιακών μέσων, ενώ πάνω από τους μισούς (51%) προτιμούν άλλες ψηφιακές πηγές ενημέρωσης. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 37% και 35%.
Η έκθεση των πολιτών σε φαινόμενα παραπληροφόρησης αποτελεί έναν ακόμη ανησυχητικό δείκτη. Το 42% των Ελλήνων συμμετεχόντων απάντησε ότι εκτίθεται «συχνά ή πολύ συχνά» σε ψευδείς ειδήσεις, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (35%), γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η παραπληροφόρηση εξακολουθεί να αποτελεί μείζονα πρόκληση για τη δημόσια σφαίρα.
Τέλος, όσον αφορά τη στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών (66%) θεωρεί σημαντικό ότι η χώρα τους είναι μέλος της Ε.Ε., ωστόσο μόλις 22% δηλώνει ότι παρακολουθεί συστηματικά την ευρωπαϊκή πολιτική. Στην Ελλάδα, τα ποσοστά είναι πιο θετικά: επτά στους δέκα πολίτες δηλώνουν ότι παρακολουθούν, έστω και περιστασιακά, τις εξελίξεις που αφορούν την Ένωση.
Συνολικά, τα αποτελέσματα της έρευνας αποτυπώνουν μια βαθιά μεταβολή στο τοπίο της ενημέρωσης. Η Ελλάδα αναδεικνύεται ως μια από τις πρώτες χώρες όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν ξεπεράσει την τηλεόραση σε επιρροή και χρήση, ακόμα και στις μεγαλύτερες ηλικίες. Η μετατόπιση αυτή συνδέεται τόσο με τη δυναμική του ψηφιακού περιεχομένου όσο και με τη μειωμένη εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά μέσα, ενώ παράλληλα εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ποιότητα της πληροφόρησης και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας απέναντι στην παραπληροφόρηση.