Η ατμοσφαιρική ρύπανση, τα μικροπλαστικά και τα «αιώνια» πλαστικά δηλητηριάζουν το περιβάλλον
Τα PFAS, γνωστά και ως «αιώνια χημικά», αποτελούν ρυπαντές που βρίσκονται εδώ και δεκαετίες στο περιβάλλον και στην τροφική αλυσίδα, καθώς δεν αποδομούνται φυσικά. Η δημόσια ανησυχία εντάθηκε τα τελευταία χρόνια κυρίως επειδή η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει πλέον την ακριβή μέτρησή τους. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει χιλιάδες διαφορετικές ενώσεις, πολλές από τις οποίες χρησιμοποιούνται σε υλικά με αντοχή στη θερμότητα, στις κακώσεις και στους λεκέδες, όπως το τεφλόν (πολυτετραφθοροαιθυλένιο). Το τεφλόν ως υλικό είναι χημικά αδρανές, ωστόσο κατά τη θέρμανσή του απελευθερώνει ουσίες που λειτουργούν ως ενδοκρινείς διαταράκτες, δηλαδή ουσίες που μιμούνται ή παρεμβαίνουν στη δράση των ορμονών και σχετίζονται με ορμονικές διαταραχές και καρκινογένεση. Παρόμοια προβλήματα δημιουργούν και τα μικροπλαστικά, τα οποία προέρχονται από καθημερινά αντικείμενα και συσκευασίες.
Η δυνατότητα λεπτομερούς παρακολούθησης των συγκεντρώσεων PFAS και μικροπλαστικών αποκάλυψε το μέγεθος του προβλήματος και ενίσχυσε την ανησυχία για τη συνολική έκθεση του πληθυσμού σε βιομηχανικούς ρυπαντές, εντομοκτόνα και λιπάσματα. Αντίστοιχη κινητοποίηση είχε υπάρξει πριν από χρόνια, όταν εντοπίστηκαν σε καλλυντικά οι φθαλικοί εστέρες και τα παραμπέν, ουσίες επίσης κατηγοριοποιημένες ως ενδοκρινικοί διαταράκτες.
Σύμφωνα με τη δρ. Αργυρώ Λαγούδη, ειδική στην Περιβαλλοντική Χημεία, ορισμένα PFAS έχουν ήδη καταχωριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ουσίες «πολύ υψηλής ανησυχίας» (SVHC), λόγω ιδιοτήτων που τα καθιστούν καρκινογόνα, μεταλλαξιογόνα, τοξικά για την αναπαραγωγή, βιοσυσσωρευόμενα και ιδιαίτερα επιβλαβή για τους οργανισμούς. Για τα πιο επικίνδυνα, όπως PFOS, PFOA και PFHxS, προβλέπεται πλήρης απαγόρευση παραγωγής, εμπορίας και χρήσης, βάσει του κανονισμού REACH και της νομοθεσίας για τους έμμονους οργανικούς ρύπους. Τα συγκεκριμένα PFAS χρησιμοποιούνται ως αναφορικά σημεία στις μετρήσεις και αποτελούν τα πιο διαδεδομένα στην ευρωπαϊκή παρακολούθηση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το 2023 δημοσιεύθηκε το «Forever Pollution Project», το οποίο κατέγραψε περίπου 23.000 επιβεβαιωμένες τοποθεσίες με ρύπανση από PFAS και άλλες 21.500 πιθανές. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA) παρουσίασε την πρόταση ολικής απαγόρευσης των PFAS, αναδεικνύοντας το ζήτημα ως άμεση προτεραιότητα δημόσιας υγείας και περιβαλλοντικής προστασίας. Παράλληλα, δημιουργήθηκε ευρωπαϊκός χάρτης ρυπαντών, ο οποίος χαρτογραφεί χιλιάδες βιομηχανικές περιοχές που θεωρούνται hotspots, λόγω εξαιρετικά υψηλών συγκεντρώσεων PFAS.
Η αντιμετώπιση της ρύπανσης αποτελεί τεράστια πρόκληση λόγω του εξαιρετικά υψηλού κόστους απορρύπανσης, που υπολογίζεται σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Σε αρκετές χώρες, οι αρμόδιες αρχές έχουν εγκαταλείψει την ιδέα πλήρους καθαρισμού, κρίνοντας ότι το οικονομικό βάρος είναι δυσβάστακτο.
Παράλληλα, η καθημερινή έκθεση συνεχίζεται, αφού πολλά οικιακά αντικείμενα —σκεύη μαγειρικής, υλικά που δεν λεκιάζουν ή δεν κολλούν, αδιάβροχα υφάσματα— περιέχουν τέτοιες ουσίες. Λόγω της ανθεκτικότητάς τους, οι ενώσεις αυτές ανιχνεύονται στο έδαφος, στους υδάτινους πόρους, στα ψάρια, στα αυγά και τελικά στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι επιπτώσεις τους συνδέονται κυρίως με υπογονιμότητα και αυξημένο κίνδυνο καρκίνων, ενώ η οικονομική επιβάρυνση των ευρωπαϊκών συστημάτων υγείας από τα PFAS εκτιμάται ότι φτάνει τα 52–84 δισ. ευρώ ετησίως. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι τα ανώτατα όρια που έχει θέσει η Ε.Ε. από το 2026 δεν επαρκούν για ουσιαστική προστασία του πληθυσμού.
Η ευρωπαϊκή χαρτογράφηση των ρυπαντών, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία γαλλικών φορέων και της εφημερίδας «Le Monde», συνοδεύεται από δράσεις οργανώσεων όπως η Générations Futures, η οποία από το 1996 προωθεί τον περιορισμό των συνθετικών χημικών στην αγροτική παραγωγή και τη μετάβαση σε πιο βιώσιμες πρακτικές.