Παρέμβαση Θόδωρου Λιβάνιου στον πυρήνα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Παρουσιάζεται ως «τεχνική βελτίωση». Ως μια ουδέτερη, σχεδόν γραφειοκρατική προσαρμογή που θα «διευκολύνει» τους πολίτες και θα μειώσει την αποχή. Στην πραγματικότητα, όμως, τα σχέδια του Θόδωρου Λιβάνιου για τις αυτοδιοικητικές εκλογές συνιστούν μια βαθιά πολιτική παρέμβαση στον πυρήνα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης — και μάλιστα χωρίς ουσιαστικό διάλογο, χωρίς κοινωνική απαίτηση και χωρίς πειστική αιτιολόγηση.
Η κατάργηση του δεύτερου γύρου δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια. Είναι αλλαγή φιλοσοφίας. Ο δεύτερος γύρος υπάρχει ακριβώς για να λύνει το θεμελιώδες πρόβλημα της πρώτης Κυριακής: ότι σε ένα πολυκερματισμένο πολιτικό τοπίο κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως εκπροσωπεί την πλειοψηφία. Η δεύτερη Κυριακή λειτουργεί ως δημοκρατικό φίλτρο, ως στιγμή καθαρής επιλογής, ως η φάση όπου οι πολίτες καλούνται να αποφασίσουν ποιος τελικά θα διοικήσει — όχι απλώς ποιος ήρθε πρώτος σε έναν κατακερματισμένο αγώνα.
Η κατάργηση του δεύτερου γύρου ως πολιτική επιλογή, όχι τεχνική λύση
Αντί γι’ αυτό, ο κ. Λιβάνιος εισηγείται ένα υβριδικό σύστημα «εναλλακτικής ψήφου», ένα εκλογικό μόρφωμα που επιχειρεί να υποκαταστήσει τη ζωντανή πολιτική επιλογή με λογιστικές ανακατανομές. Ο ψηφοφόρος καλείται να προβλέψει, να εικάσει, να “προεξοφλήσει” πολιτικές συμμαχίες την ώρα που ψηφίζει — και όχι να αποφασίσει εκ νέου με καθαρούς όρους, όπως συμβαίνει στον δεύτερο γύρο. Πρόκειται για μια εκλογική αλχημεία που απομακρύνει τον πολίτη από την πραγματική στιγμή της απόφασης.
Η κυβερνητική επιχειρηματολογία περί «ταλαιπωρίας» των πολιτών αγγίζει τα όρια της προσβολής. Από πότε η συμμετοχή σε μια δεύτερη Κυριακή εκλογών θεωρείται βάρος και όχι δικαίωμα; Από πότε η δημοκρατία μετριέται με όρους κόστους και logistics; Αν το πρόβλημα είναι η αποχή, τότε η λύση δεν είναι η αφαίρεση επιλογών, αλλά η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην πολιτική και στους θεσμούς.
Αθήνα 2023: όταν η ήττα μετατρέπεται σε θεσμική ρεβάνς
Σε αυτό το σημείο, όμως, αποκαλύπτεται και το πραγματικό πολιτικό υπόβαθρο της πρωτοβουλίας. Η κυβέρνηση δεν επιχειρεί απλώς να «βελτιώσει» ένα εκλογικό σύστημα. Επιχειρεί να διορθώσει πολιτικά μια ήττα που δεν χώνεψε ποτέ: την ήττα του Κώστα Μπακογιάννη από τον Χάρη Δούκα στον Δήμο της Αθήνας το 2023.
Η ανατροπή στην Αθήνα υπήρξε τραυματική για το κυβερνητικό στρατόπεδο. Όχι μόνο γιατί χάθηκε ο μεγαλύτερος δήμος της χώρας, αλλά γιατί χάθηκε στον δεύτερο γύρο, ακριβώς μέσω εκείνης της διαδικασίας που σήμερα επιχειρείται να καταργηθεί. Η δυναμική συσπείρωση της δεύτερης Κυριακής, η καθαρή πολιτική επιλογή απέναντι στον εκλεκτό του συστήματος εξουσίας, αποτέλεσε μια ηχηρή υπενθύμιση ότι οι πολίτες μπορούν ακόμη να ανατρέπουν προειλημμένες αποφάσεις.
Η πρόταση Λιβάνιου, λοιπόν, δεν είναι ουδέτερη. Είναι εκ των υστέρων πολιτική εκδίκηση, θεσμικά καμουφλαρισμένη. Ένα σύστημα κομμένο και ραμμένο ώστε να μειώνει την πιθανότητα αντίστοιχων ανατροπών στο μέλλον. Να περιορίζει τη σημασία της δεύτερης σκέψης των πολιτών. Να αποδυναμώνει τη στιγμή όπου η κοινωνία επανέρχεται, συγκρίνει, κρίνει και αποφασίζει με καθαρό τρόπο.
Ακριβώς γι’ αυτό η παρέμβαση του Χάρη Δούκα είναι τόσο ενοχλητική για την κυβέρνηση. Δεν απορρίπτει απλώς μια τεχνική ρύθμιση. Καταγγέλλει μια συστηματική υποβάθμιση της λαϊκής εντολής. Όταν μιλά για «εκλογικό νόμο-Φρανκενστάιν», περιγράφει έναν μηχανισμό πρόχειρο, πολιτικά καχύποπτο και δημοκρατικά αδύναμο.
Το ερώτημα που θέτει —και το οποίο η κυβέρνηση αποφεύγει— παραμένει αναπάντητο: ποιον εξυπηρετεί ένα σύστημα που διευκολύνει την εκλογή δημάρχων και περιφερειαρχών με χαμηλότερη, πιο θολή νομιμοποίηση; Η απάντηση είναι σαφής. Έναν κεντρικό πολιτικό έλεγχο που φοβάται τις αυτοδιοικητικές ανατροπές και προτιμά αιρετούς πιο αδύναμους, πιο εξαρτημένους, πιο προβλέψιμους.
Απέναντι σε αυτή τη λογική της «δημοκρατίας χαμηλής έντασης», η θέση του Χάρη Δούκα επαναφέρει το αυτονόητο: η δημοκρατία δεν είναι εμπόδιο προς παράκαμψη, ούτε πρόβλημα προς εξορθολογισμό. Είναι η ίδια η ουσία της πολιτικής νομιμοποίησης. Και όποιος επιχειρεί να τη μικρύνει για να αποφύγει μελλοντικές ήττες, απλώς ομολογεί τον φόβο του απέναντι στην ετυμηγορία των πολιτών.